- εθνοφρουρός
- οστρατιώτης που ανήκει στην εθνοφρουρά.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1889].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εθνοφρουρός — ο στρατιώτης που ανήκει στην εθνοφρουρά (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)